- υπερήμερος
- -η, -οαυτός που καθυστερεί την εκπλήρωση υποχρέωσης: Υπερήμερος οφειλέτης.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
ὑπερήμερος — over the day for payment masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
υπερήμερος — η, ο / ὑπερήμερος, ον, ΝΑ, και βοιωτ. τ. ὑπεράμερος, ον, Α αυτός που καθυστερεί ή υπερβαίνει την προθεσμία εκπλήρωσης μιας υποχρέωσης νεοελλ. (νομ.) ο οφειλέτης ή ο δανειστής που είναι υπαίτιος υπερημερίας αρχ. 1. αυτός που υπερβαίνει τον… … Dictionary of Greek
ὑπερημέρως — ὑπερήμερος over the day for payment adverbial ὑπερήμερος over the day for payment masc/fem acc pl (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑπερήμερον — ὑπερήμερος over the day for payment masc/fem acc sg ὑπερήμερος over the day for payment neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑπερημέρου — ὑπερήμερος over the day for payment masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑπερημέρους — ὑπερήμερος over the day for payment masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑπερημέρων — ὑπερήμερος over the day for payment masc/fem/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑπερημέρῳ — ὑπερήμερος over the day for payment masc/fem/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑπερήμερα — ὑπερήμερος over the day for payment neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑπερήμεροι — ὑπερήμερος over the day for payment masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)